Αναγέννησις

Αναγέννησις
Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Εβδομαδιαία έκδοση «εθνικού και δημοκρατικού προσανατολισμού» που κυκλοφορούσε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς από το 1849 έως το 1859, με εκδότη τον Ιωσήφ Μομφερράτο. Από τις σελίδες της ασκήθηκε έντονη πολεμική εναντίον της αγγλικής κατοχής των Ιονίων νησιών και προβλήθηκε με μαχητικό τρόπο η ιδέα για την ένωσή τους με την Ελλάδα. Εξαιτίας της πολιτικής της αυτής οι Άγγλοι απαγόρευσαν την έκδοσή της από τον Αύγουστο του 1849 έως τον Ιούνιο του 1851 και εξόρισαν για επτά χρόνια τον διευθυντή της, πρώτα στους Οθωνούς και μετά στην Ερικούσα, μικρά νησιά κοντά στην Κέρκυρα. Η Α. επανακυκλοφόρησε αργότερα, εξίσου μαχητική. 2. Εβδομαδιαία έκδοση στην Ερμούπολη της Σύρου κατά την τετραετία 1877-81, με εκδότη τον Κ.Α. Καμπάνη. 3. Καθημερινή εφημερίδα που διηύθυνε ο Ν.Π. Ευστράτιος και εκδιδόταν στα Τρίκαλα από το 1894 έως το 1921. 4. Καθημερινή εφημερίδα που εκδιδόταν στην Αθήνα από το 1895 έως το 1897. Ιδιοκτήτης της ήταν ο Α.Π. Φαρμακόπουλος. 5. Κυριακάτικη εφημερίδα που διηύθυνε ο Ηρ. Παπαδόπουλος και εκδιδόταν στην Αθήνα τα έτη 1918 και 1919. 6. Δεκαπενθήμερη κοινωνική και φιλολογική επιθεώρηση, που εκδιδόταν στον Πύργο το 1923, με διευθυντή τον Αιμίλιο Ρενάτη. 7. Εβδομαδιαία έκδοση, όργανο του πολιτικού συλλόγουΛομβάρδος, που εκδιδόταν στη Ζάκυνθο με διευθυντή τον Ανδρέα I. Ζώντο (1925-26). 8. Περιοδικό που εκδιδόταν στην Αθήνα σε δημοτική γλώσσα (Αναγέννηση).Ήταν όργανο του Εκπαιδευτικού Ομίλου και διευθυντής του ήταν ο Δ.Α. Γληνός. Ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1926.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀναγέννησις — regeneration fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγεννήσει — ἀναγέννησις regeneration fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀναγεννήσεϊ , ἀναγέννησις regeneration fem dat sg (epic) ἀναγέννησις regeneration fem dat sg (attic ionic) ἀναγεννάω beget anew aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀναγεννάω beget anew …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Возрождение богословское понятие — (άναγέννησις, παλινγενεσία, regeneratio, Wiedergeburt) широкое по смыслу и значению богословское понятие. Догматика обозначает словом возрождение, в тесном смысле, плоды и благодатные действия в человеке крещения. В крещении подается человеку не… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Возрождение, богословское понятие — (άναγέννησις, παλινγενεσία, regeneratio, Wiedergeburt) широкое по смыслу и значению богословское понятие. Догматика обозначает словом возрождение, в тесном смысле, плоды и благодатные действия в человеке крещения. В крещении подается человеку не… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἀναγέννησιν — ἀναγέννησις regeneration fem acc sg ἀναγεννάω beget anew pres ind act 3rd sg ἀναγεννάω beget anew pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • αναγεννώ — ( άω) (Α ἀναγεννῶ) 1. ενεργ. ξαναγεννώ, ξαναδημιουργώ, παράγω εκ νέου 2. μεσ. αναζωογονούμαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου (Εκκλ.) αλλάζω τρόπο ζωής εφαρμόζοντας τη χριστιανική διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γεννῶ. ΠΑΡ. αναγέννησις αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Κρήτης, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Αρχιεπισκοπή της Κρητικής Εκκλησίας με έδρα το Ηράκλειο, η οποία ιδρύθηκε το 1967 με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης, με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Μανιαδάκης, Κωνσταντίνος — (Σοφικό Κορινθίας 1893 – Αθήνα 1972). Στρατιωτικός και πολιτικός. Υπήρξε στενός συνεργάτης του Ιωάννη Μεταξά. Διατέλεσε υπουργός Δημόσιας Ασφάλειας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936 41). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής διέφυγε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”